-
1 диагональ
диагональ ж η διαγώνιος' по \диагональи κατά διαγώνια κατεύ θυνση* * *жη διαγώνιοςпо диагона́ли — κατά διαγώνια κατεύθυνση
-
2 диагональ
1. мат. η διαγώνιος 2. (теоре-тического чертежа судна) η ευθεία τέμνουσα διαγωνίωςτο επίπεδο (πλάνο) της κυρίας τομής του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > диагональ
-
3 рыбина
1. (в трюме) το αστραγάλι, η στραγάλια, ο ξύλινος λώρος 2 (теоретического чертежа) η διαγώνιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рыбина
-
4 связь
1. (общение, возможность сообщения) η επικοινωνίαмногоканальная - μέσω πολλών διαύλων, φερέσυχνος -светосигнальная - μέσω φωτεινών σημάτων/φωτεινής σηματοδότησης2. (взаимные отношения между кем-, чем-л.) η σχέσ/η, ο δεσμόςэкономические - и οικονομικές - εις 3 (в соединениях атомах молекулах) ο δεσμός4. (в цепях, между элементами и т.п.) (элн.) о σύνδεσμος, το ενισχυτικόжёсткая - (элн.) η στερεά σύζευξηтрансформаторная - (элн.) η σύζευξη του μετασχηματιστή5. (элемент конструкции) η δοκός 6. грам. η σύνδεση 7. (лог.) η σύνδεση, причинная - αιτιοκρατική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > связь
-
5 диагональ
диагона́л||ьж1. мат ἡ διαγώνιος:по \диагональи διαγώνια, διαγωνίως·2. текст. τό ψαροκόκκαλο (ύφασμα). -
6 диагональ
[ντιαγκανάλ"] οοσ. θ. διαγώνιος -
7 диагональ
[ντιαγκανάλ"] ουσ θ διαγώνιος -
8 диагоналевый
επ.λοξός, διαγώνιος (για ύφασμα). -
9 диагональный
επ.διαγώνιος.
См. также в других словарях:
διαγώνιος — from angle to angle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγώνιος — Η ευθεία που ενώνει δύο μη διαδοχικές κορυφές σε ένα πολύγωνο. Ένα πολύγωνο με n πλευρές έχει n(n 3)/2 δ., γιατί από κάθε κορυφή ξεκινούν n 3 δ., αλλά αν πάρουμε κάθε κορυφή με τη σειρά της, αριθμούμε κάθε δ. δύο φορές. Στο τετράγωνο ο λόγος της… … Dictionary of Greek
διαγώνιος — α, ο επίρρ. διαγωνίως ευθεία γραμμή που ενώνει δύο απέναντι γωνίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαγωνίως — διαγώνιος from angle to angle adverbial διαγώνιος from angle to angle masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγώνιον — διαγώνιος from angle to angle masc/fem acc sg διαγώνιος from angle to angle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίοις — διαγώνιος from angle to angle masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίου — διαγώνιος from angle to angle masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίους — διαγώνιος from angle to angle masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίων — διαγώνιος from angle to angle masc/fem/neut gen pl διαγωνιάω stand in dread of imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) διαγωνιάω stand in dread of imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίῳ — διαγώνιος from angle to angle masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγώνια — διαγώνιος from angle to angle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)